- ξενοκοιμούμαι
- ξενοκοιμούμαι και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι.2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.