ξενοκοιμούμαι

ξενοκοιμούμαι
ξενοκοιμούμαι και ξενοκοιμάμαι ξενοκοιμήθηκα
1. κοιμούμαι σε ξένο σπίτι.
2. μτφ., έχω σχέσεις ερωτικές με άτομο στο σπίτι του οποίου συχνά κοιμούμαι: Έμαθα πού ξενοκοιμάσαι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… …   Dictionary of Greek

  • ξενοκοιμάμαι — και ξενοκοιμούμαι 1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι 2. διανυκτερεύω στο σπίτι ερωμένου ή ερωμένης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”